εκειδά

εκειδά
επίρρ. εκεί ακριβώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκειδά — και εκειδανά επίρρ. τοπ., εκεί ακριβώς, εκεί όπου δείχνουμε: Το δαχτυλίδι βρίσκεται εκειδά στο ντουλάπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… …   Dictionary of Greek

  • εκειδανά — επίρρ. επιτατικό τού εκειδά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”